αθητερός

αθητερός
-ή, -ό
1. σκοτεινόχρωμος, σταχτής, σταχτερός
(ουδ.) το αθητερό
σταχτοπάνι, μπουγαδόπανο
2. αυτός που αγαπά να βρίσκεται κοντά στο τζάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το επίθ. άθητος* («αυτός που γίνεται στάχτη, που εξαφανίζεται, που γίνεται άφαντος»), διαλεκτικώς μόνο μαρτυρούμενο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”